Η Λαμία, πρωτεύουσα της Ρούμελης, αποτελεί έδρα του Δήμου Λαμιέων ο οποίος έχει πληθυσμό 75.315 κατοίκους (επίσημη απογραφή 2011). Μέχρι τα 1950 ήταν χτισμένη πάνω σε δύο λόφους που ‘ναι οι απολήξεις της ‘Οθρυος. Σήμερα όμως σκεπάζει όχι μονάχα τούτους τους λόφους, μα έχει ξεχυθεί, όπως η λάβα του ηφαιστείου, σ’ όλες τις πλαγιές, τις ρεματιές, τις γόνιμες και άγονες περιοχές μέχρι τον κάμπο του Σπερχειού.
Ώντας ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο στην πόλη της Λαμίας κινούνται καθημερινά 100.000 άνθρωποι. Αποτελεί έδρα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας συσσωρεύοντας όλες τις προβλεπόμενες δημόσιες υπηρεσίες. Κατέχει την θέση της αρχαίας ομώνυμης Φθιωτικής πόλης. Αποτελεί οδικό κόμβο καθότι ενώνει την Βόρεια με τη Νότια Ελλάδα μέσω του Αυτοκινητοδρόμου Αιγαίου, καθότι και την Δυτική Ελλάδα μέσω του κόμβου του Μπράλου.
Η περιοχή κατοικήθηκε από τη νεολιθική περίοδο (6000-2800 π.Χ.) καθώς διαπιστώνεται από τους πολυάριθμους οικισμούς που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή. Πρώτοι κάτοικοι υπήρξαν οι προέλληνες Δρύοπες, αργότερα οι Αινιάνες και στη συνέχεια στην περιοχή του κάμπου του Σπερχειού εγκαταστάθηκαν οι Αχαιοί.
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο έχουν παρατηρηθεί τάφοι και ευρήματα σε πολλά σημεία της περιοχής όπως Λαμία, Ελάτεια, Αμφίκλεια, Πελασγία κ.λ.π.
Τον 11ο αιώνα π.Χ. έφτασαν οι Δωριείς που σταδιακά ενσωματώθηκαν με τους γηγενείς κατοίκους της Φθιώτιδας εκδιώκοντας όμως από τις ορεινές περιοχές τους Δρύοπες (κατοίκους των δασών), ενώ οι Αινιάνες στα ορεινά της Φθιώτιδας επέζησαν σαν φυλή μέχρι την επικράτηση των Ρωμαίων.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε ακριβώς χτίστηκε, μνημονεύεται, όμως, για πρώτη φορά σε σχέση με σεισμό που έγινε το 424 π.Χ.
Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη χτίστηκε από τον Λάμο (ή Λάμιο), που ήταν γιος του Ηρακλή ή τη Λαμία, που ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και βασίλισσα της Τραχίνας. Ορθότερη μάλλον είναι η άποψη ότι η πόλη δεν πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή (ή την ιδρύτρια της) αλλά ότι πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης Μαλία, ονομασία που έφερε η γύρω περιοχή. Ανήκε διαδοχικά στους αρχαίους Φθιώτες και τους Μαλιείς. Φαίνεται, πάντως, ότι για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα η Λαμία εξαρτιόταν από τους βορειότερους Θεσσαλούς δηλαδή τους Αχαιούς Φθιώτες, ενώ μετά το 344 π.Χ. περιέρχεται στους Μακεδόνες.
Το πότε ακριβώς χτίστηκε δεν το γνωρίζουμε γιατί ούτε ο Ηρόδοτος, που περιγράφει την πορεία του Ξέρξη, την αναφέρει και τούτο ίσως γιατί δεν υπήρχε, ίσως γιατί ήταν μικρή και ασήμαντη ή ίσως γιατί δεν ήταν στο δρόμο του, μα ούτε και ο Θουκυδίδης, που περιγράφει την εκστρατεία του Βρασίδα στα 424 π.Χ. προς τη Θράκη, αν και πέρασε μέσα απ’ την Ηράκλεια για τη Μελιταία, αναφέρει τίποτα για τη Λαμία. Μνημονεύεται για πρώτη φορά απ’ το Δημήτριο Καλλατιανό στα 427 π.Χ., εξ’ αιτίας του τρομακτικού και καταστρεπτικού σεισμού της περιοχής.
Σχετικά με την ίδρυση της πόλης λέγεται ότι χτίστηκε στα 426 π.Χ. απ’ τους Μαλιείς σαν αντίβαρο και για λόγους στρατιωτικούς, επειδή κείνη τη χρονιά οι Σπαρτιάτες έχτισαν την Ηράκλεια στη θέση της παλιάς Τραχίνας.
Στο ότι είναι μάλλον έργο των Μαλιαίων, συνηγορεί και το γεγονός ότι το δυτικό μέρος του Φρουρίου της πόλης είναι πολυγωνικό, δηλαδή τρόπος δόμησης του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα. ‘Ίσως όμως και να χτίστηκε και από κάποιους άλλους και να κατακτήθηκε απ’ τους Μαλιείς στα 413 π.Χ.
Κατά τη μυθολογία, η Λαμία χτίστηκε απ’ το Λάμο, το γιο του Ηρακλή και Ομφάλης, της ακόλαστης χήρας – βασίλισσας της Λυδίας που αγόρασε απ’ τον Ερμή το Ηρακλή. Μαζί της ο Ηρακλής έκανε κι άλλους δύο γιους: τον Αγέλαο και το Ύλλο.
Μια άλλη εκδοχή, παρμένη απ’ τη μυθολογία και πάλι, είναι ότι χτίστηκε απ’ τη Λαμία, τη Βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα.
Ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος
Η λέξη Λαμία ετυμολογικά συγγενεύει με το λαιμός ή λάμος, που σημαίνει χάσμα, βάραθρο ή και αχόρταγος, λαίμαργος. Γνωστό πως μέσα από την πόλη περνούσε μεγάλο και βαθύ ρέμα. Στη βορειανατολική πλευρά της Πλατείας Λαού, σε πρόσφατη ανασκαφή για ανοικοδόμηση αποκαλύφθηκε ένα βαθύ φαράγγι με μπόλικο τρεχούμενο νερό. Άλλωστε και τα πλατάνια της είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Λαμία να ονομάστηκε έτσι από τούτο το ρέμα και τις πολλές της λάμιες που ζούσαν κείνα τα χρόνια στην πυκνή της βλάστηση.
Οι δημοκρατικοί κάτοικοι της Αθήνας θεώρησαν το γεγονός του θανάτου του Μεγαλέξανδρου στα 323 π.Χ., μεγάλη ευκαιρία για ν’ απαλλαγούν απ’ το βαρύ μακεδονικό ζυγό. Για τούτο συνενώθηκαν μ’ άλλους Έλληνες ομοϊδεάτες, φτιάξανε ένα στρατό από κάπου 30.000 άνδρες, όρισαν αρχηγό τους το Λεωσθένη, κι ανενόχλητοι πορευτήκανε μέχρι τη Λαμία.
Απ’ την άλλη μεριά, οι Μακεδόνες μ’ αρχηγό τους τον Αντίπατρο, που ‘χε μονάχα 13.000 πεζούς και καμιά εξακοσαριά ιππείς, διαβήκαν το Σπερχειο και κατέλαβαν την Ηράκλεια.
Ο Λεωσθένης, έχοντας αριθμητική υπεροχή, συνέχεια προσπαθούσε με αψιμαχίες να προκαλέσει τον Αντίπατρο σε πόλεμο. Τούτος όμως γνωρίζοντας τη μειονεκτική του θέση, “έδραμεν εις την Λαμίαν, εισέβαλε εις την πόλιν και ωχηρώθη εν αυτή“.
Πολλές οι επιθέσεις των Αθηναίων μα άκαρπες. Τα τείχη της Λαμίας προστάτευαν τους Μακεδόνες. Μη έχοντας άλλο τρόπο να αναγκάσουν τον Αντίπατρο και τον στρατό του να εμπλακεί σε πόλεμο, οι Αθηναίοι σκάψανε βαθιά τάφρο τριγύρω της Λαμίας, ελπίζοντας ότι η “έλλειψις των χρεοδοστάτων ήθελεν αναγκάσει αυτούς εις παράδοσιν“.
Έτσι άρχισαν οι στερήσεις, η πείνα, η δίψα και οι αρρώστιες. Ο Αντίπατρος βλέποντας την απελπιστική κατάσταση του στρατού του, ζήτησε ειρήνη. Ανένδοτος ο Λεωσθένης, που ήθελε την άνευ όρων παράδοση του μακεδονικού στρατού. Και ενώ όλα έδειχναν πως ο Αντίπατρος θα παραδινόταν, η μοίρα επιφύλαξε κάτι απροσδόκητο για τον Αθηναίο αρχηγό. Μια πέτρα, σε κάποια μικροσυμπλοκή, ξέφυγε και τον χτύπησε στο κεφάλι. Τρεις μέρες αργότερα ξεψύχησε. “Του δε Αντιπάτρου τοις τας τάφρους ορύττουσιν επιθεμένου, και συμπλοκής γενομένης, ο Λεωσθένης παραβοηθών τοις ιδίοις καιπληγείς εις την κεφαλήν λίθω, παραχρήμα μεν έπεσε και λιποψυχήσας εις την παρεμβολήν απεκομίσθη, τη τρίτη δε ημέρα τελευτήσαντος αυτού και ταφέντος ηρωικώς δια την εν τω πολέμω δόξαν ο φήμος Αθηναίων…” Τη θέση του Λεωσθένη πήρε ο Αντίφιλος, Αθηναίος, που διακρινόταν για την πολεμική

του ανδρεία. Οι Μακεδόνες βλέποντας πως ο Αντίπατρος εξακολουθούσε να’ ναι σε δεινή θέση, έστειλαν το Λεοννάτο με 20.000 πεζικάριους και 2.500 καβαλαραίους. Οι Έλληνες σύμμαχοι, φοβούμενοι την ερχόμενη ενίσχυση, έλυσαν την πολιορκία και προσπάθησαν να σταματήσουν το Λεοννάτο προτού ενωθεί με τον Αντίπατρο. Μάχη φοβερή ξέσπασε λίγο πιο έξω από τη Λαμία. Ο Λεοννάτος σκοτώθηκε. Ο Αντίπατρος έτρεξε να βοηθήσει το στρατό του σκοτωμένου αρχηγού. Ταυτόχρονα οι Μακεδόνες λάβανε κι άλλη στρατιωτική βοήθεια που΄ φτασε απ’ την Ασία με αρχηγό τον Κρατερό. Νέα εξοντωτική μάχη ξέσπασε στην Κρανώνα της Λάρισας. Χρόνος της ο Σεπτέμβρης του 322 π.Χ.. Νικητές οι Μακεδόνες. Η Λαμία ξανάπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Έμεινε κάτω απ’ το ζυγό τους μέχρι το 302, χρονιά που λευτερώθηκε απ’ το Δημήτριο τον Πολιορκητή.
Στη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα η Λαμία γνώρισε μια απ’ τις πιο ανθηρές περιόδους στην ιστορία της αλλά συνάμα και την ολοκληρωτική της καταστροφή. Σε τούτα τα γεγονότα συνετέλεσαν οι Αιτωλοί με τους οποίους οι Λαμιώτες συμμάχησαν.
Οι Αιτωλοί, λαός τραχύς, γενναίος, πλεονέκτης και φύσει ελεύθερος είναι οι μόνοι που όχι μόνο δεν βρέθηκαν κάτω απ’ τη κυριαρχία των Μακεδόνων, μα και τους πολέμησαν αποτελεσματικά και επέβαλαν την επιρροή τους πάνω σ’άλλες πόλεις. Στα 212 π.Χ. οι Λαμιώτες και οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τους Ρωμαίους για να πολεμήσουν τους Μακεδόνες. Τούτο όμως το πάντρεμα με τους Ρωμαίους ήταν η αρχή των πολλών δεινών που ακολούθησαν για τη Λαμία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στα 208 π.Χ. ο Μακεδόνας αρχηγός Φίλιππος ο Ε΄ συγκρούστηκε με τους Αιτωλούς και τους Λαμιώτες μέσα στη Λαμία, τους νίκησε και τους ανάγκασε να κλειστούν στο Φρούριο. Στα 207 π.Χ. οι Αιτωλοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με το Φίλιππο, ομοίως και οι Ρωμαίοι στα 205 π.Χ. Λίγο αργότερα όμως, κατά το 200 π.Χ. οι Ρωμαίοι αθέτησαν τη συμφωνία ειρήνης και επιτέθηκαν κατά του Φιλίππου.
Οι Αιτωλοί, μισούντες τους Ρωμαίους επειδή δεν τους έδωσαν τα όσα είχαν συμφωνήσει για την υποστήριξη τους κατά του Φιλίππου, αποφάσισαν να κάνουν συνέλευση στη Λαμία. Σε τούτο το ιστορικό γεγονός κάλεσαν τον Αντίοχο, το μεγάλο Σύριο βασιλιά, που ήρθε στη Λαμία συνοδευόμενος απ’ τον Αννίβα. Τούτος ο Καρχηδόνιος στρατηγός έγινε αντικείμενο θαυμασμού, περπάτησε στα λαμιώτικα στενεσόκακα και χρειάστηκαν ώρες πολλές να περάσει μέσα από τα πλήθη μέχρι να φτάσει στον τόπο της συνέλευσης στην οποία και μίλησε.
Η συνέλευση ανακήρυξε τον Αντίοχο αρχιστράτηγο όλων των συμμάχων στον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Δεν τον υποστήριξαν όμως έμπρακτα – όπως του είχαν υποσχεθεί, με αποτέλεσμα το 191 π.Χ. να νικηθεί απ΄ το Ρωμαίο Ακίλιο στα Θερμοπύλια. Στη συνέχεια ο Ακίλιος συμμάχησε με το Φίλιππο και επιτέθηκαν κατά της Λαμίας, η οποία αντιστάθηκε, γεγονός που τους ανάγκασε να την πολιορκήσουν για να αναγκάσουν τους Λαμιώτες να παραδοθούν. Θα άντεχαν πολύ, αν ο Ακίλιος δεν έκανε, το 190 π.Χ., πολλές ταυτόχρονες και ξαφνικές επιθέσεις στην ήδη εξασθενημένη Λαμία. Σε μια ξαφνική τέτοια πρωινή επίθεση η πόλη καταλήφθηκε μέσα σε λίγες ώρες, λεηλατήθηκε ανηλεώς και ό,τι τρόφιμα και ρουχισμός υπήρχαν μοιράστηκαν στους στρατιώτες. Η Λαμία καταστράφηκε ολοκληρωτικά και για αιώνες ήταν σχεδόν ξεχασμένη και ανύπαρκτη.
Η πολύ μεγάλη Αρχαιολογική ανακάλυψη που έγινε στη Φθιώτιδα είναι ο οικισμός του 5.800 – 5.300 π.Χ περίπου. Κατοικήθηκε κατά τη Μέση Νεολιθική Περίοδο από μία κοινότητα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι κατασκεύασαν ιδιαίτερα προσεγμένα σπίτια από πέτρα και πλιθιά, με πέτρινα υποστρώματα δαπέδων. Η ανασκαφή στη θέση “Κουτρουλού Μαγούλα”, κοντά στα χωριά Βαρδαλή και Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδος, άρχισε το 2001 από την επίτιμο Διευθύντρια του ΥΠΑΙΘΠΑ κ.Νίνα Κυπαρίσση και από το 2010 διενεργείται στα πλαίσια του νέου προγράμματος συνεργασίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Πανεπιστημίου του Southampton, μέσω της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, με την συνδιεύθυνση της κ. Νίνας Κυπαρίσση και του κ. Γιάννη Χαμηλάκη. Έχει αποδώσει πολλά και σημαντικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων πολλά πήλινα ειδώλια, που υπερβαίνουν τα 300. Αναλογικά με την εσκαμμένη έκταση ο αριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός, ίσως από τους μεγαλύτερους στη Νεολιθική Εποχή της Νότιοανατολικής Ευρώπης. (Πηγή: Μακρακώμης Λόγος – makrakomi. com via palaiochori.gr)
Δε γνωρίζουμε πότε και από ποιούς μετονομάστηκε Ζητούνι. ‘Ισως τούτο να’ γινε στους χρόνους του Ιουστινιανού.Την πρωτοαπαντάμε σαν Ζητούνι στην 8η Οικουμενική Σύνοδο, στα 869. Εμφανίζεται δε με μια ποικιλία παραλλαγών, όπως: Ζητούνιον, Ζηρτούνιον, Ζητόνιον, Gipton (κατά του βυζαντινούς χρόνους), Situn (κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας), El Sito (κατά την σύντομη κατοχή των Καταλανών), και Ιzντίν κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να δώσουν κάποια εξήγηση όσον αφορά την προέλευση της λέξης. Μερικοί πιστεύουν πως προέρχεται απ’ το τούρκικο ή αραβικό Zeitun που πάει να πεί ελιά. Άλλοι λένε πως προέρχεται απ’ τη σλαβική λέξη σιτόνιον, που σημαίνει η σιτοβόλος περιοχή ή “πέραν του ποταμού κειμένη χώρα“. Είναι γνωστό ότι οι Λαμιείς ασπάσθηκαν το Χριστιανισμό πολύ νωρίς, πιθανότατα ανάμεσα στα 50 και 52 μ.Χ., πιθανότατα την εποχή που και οι γείτονές τους Υπατιαίοι άκουσαν το Ευαγγέλιο για πρώτη φορά από τον Άγιο Ηρωδίωνα, έναν από τους 70 Αποστόλους.

Τον όγδοο αιώνα, η πόλη αναφέρεται ως έδρα επισκόπου. Κοντά στη Λαμία έγινε η περίφημη μάχη του Σπερχειού (995 μ.Χ.), κατά την οποία ο Βυζαντινός στρατός υπό τον Νικηφόρο Ουρανό, κατέστρεψε τους Βουλγάρους του Σαμουήλ εξανεμίζοντας τις βλέψεις του στην Ελλάδα.
Με την τέταρτη Σταυροφορία (1204) και την Φραγκική κατάκτηση της Ελλάδας, το Ζητούνι υπάγεται στο Φράγκικο βασίλειο της Θεσσαλονίκης το οποίο και ιδρύει εκεί τη Βαρωνία του Ζητουνίου. Η οχύρωση της ακρόπολης αναφέρεται για πρώτη φορά ως Κάστρο σε μια επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄(αρχές 13ου αι.) Στα 1218 κατελήφθη από το Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, ο οποίος στα 1275 παρέδωσε το Κάστρο ως προίκα στον μετέπειτα Δούκα των Αθηνών Γουλιέλμο δε λα Ρος. Στα 1311 το Ζητούνι πέρασε στα χέρια των Καταλανών, οι οποίοι και αλλάζουν το όνομα της πόλης σε EL Cito. Θα ξαναπεράσει στην Βυζαντινή κυριαρχία λιγο πριν καταλυθεί από τους Τούρκους εκ νέου στα 1446 και ονομαστεί από αυτούς Ιζντίν.
Τουρκοκρατία & Ελληνική Επανάσταση 1821
Την Άνοιξη του 1458 πέρασε από το Ζητούνι, με προορισμό την Πελοπόννησο, ο Σουλτάνος ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, ενώ από τους περιηγητές που επισκέφτηκαν την πόλη, ονομαστός είναι ο Εβλιά Τσελεμπί. Στη διάρκεια του Τουρκοενετικού πολέμου (1690-1718 οι κάτοικοι του Ζητουνίου και της περιοχής γνώρισαν πολλές ταλαιπωρίες.
Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η πόλη ήταν κέντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων και εδώ γνώρισε μαρτυρικό θάνατο ο ήρωας της Αλαμάνας, Αθανάσιος Διάκος.
Σήμερα
Σήμερα η πόλη παρουσιάζει μια πληθυσμιακή έκρηξη αφού η Κατοχή και, κυρίως, Εμφύλιος Πόλεμος συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της αστυφιλίας με όλες της τις επιπτώσεις. Στη Βιομηχανική περιοχή λειτουργούν πολλές και αξιόλογες βιομηχανίες, παρέχοντας εργασία σε πολλούς εργαζόμενους. Επίσης από ετών λειτουργεί και αποτελεί πόλο έλξης η Πανελλήνια Έκθεση.
Ακρολαμία – Η ιστορία του Κάστρου
Το περίφημο Κάστρο της Λαμίας, το οποίο δεσπόζει στο υψηλότερο σημείο της πόλης αποτελούσε μια οχυρωματική κατασκευή της οποίας τα πρώτα θεμέλια έλαβαν χώρα κατα τον 5ο αιώνα π.Χ. Η στρατηγική σημασία της Λαμίας, ως πέρασμα μεταξύ της νοτίου και της βορείου Ελλάδας, είχε σαν αποτελέσμα η Ακρόπολη της πόλης να αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα. Μάλιστα υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις οτι στη πραγματικότητα η πόλη προστατεύονταν απο 2 κάστρα, έναν για κάθε λόφο. Δυστυχώς μονο η Ακρολαμία πάνω στο λόφο του Κάστρου έχει απομείνει μεχρι και τις μέρες.
Το οχυρωματικό σύστημα της Λαμίας αποτελούνταν από δυο ζώνες, την ακρόπολη και το τείχος της κάτω πόλης. Ο σωζόμενος οχυρωματικός περίβολος έχει κάτοψη τριγωνική και σώζεται σε καλή κατάσταση λόγω των συνεχών επισκευών. Η περίμετρός του φτάνει τα 600μ. και το ύψος του ποικίλει φτάνοντας στη ΒΔ γωνία τα 13 μέτρα. Το πάχος της τοιχοποιίας είναι κατά μέσο όρο 1,35μ. και απολήγει σε οδοντωτές επάλξεις. Το Κάστρο έχει δυο πύλες, μια στα ΝΑ, τη λεγόμενη και “σιδηρά πύλη”, μέσω της οποίας επικοινωνούσε με την κάτω πόλη και μια στα ΒΑ που οδηγούσε προς την Όρθρυ. Ενισχυτικοί πύργοι υψώνονται κοντά στις πύλες, στις γωνίες του τείχους και σε όλα τα ασθενή για την άμυνα σημεία. Εσωτερικά ο χώρος διαιρούνταν με δυο εγκάρσιους τοίχους σε τρία μέρη. Το βόρειο τμήμα (ακροπύργιο) βρίσκεται ψηλότερα και χρησίμευε ως το έσχατο καταφύγιο των υπερασπιστών του Κάστρου. Το πλάτωμα της ΝΔ γωνίας χρησίμευε στο Μεσαίωνα ως προμαχώνας και διέθετε δεξαμενή. Στην ίδια θέση διατηρούνται λείψανα τζαμιού. Την εποχή του Όθωνα ανεγέρθηκε στο κέντρο του μεσαίου πλατώματος ένα διώροφο ορθογώνιο κτήριο που αποτελούσε στρατώνα ως τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο οχυρωματικός περίβολος παρουσιάζει αρκετές οικοδομικές φάσεις. Το αρχαιότερο τμήμα πολυγωνικού συστήματος, που χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ., βρίσκεται στη ΒΔ γωνία της δυτικής πλευράς. Στη βάση του ΒΔ πύργου απαντά ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης που μπορεί να χρονολογηθεί από τα τέλη του 5ου ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Ισόδομο ορθογώνιο σύστημα απαντά σε αρκετά άλλα σημεία της βάσης του τείχους. Παραμένει αβέβαιο αν υπήρξε κάποια ανακαίνιση του τείχους στην εποχή του Ιουστινιανού. Τα τμήματα αργολιθοδομής με ενδιάμεση χρήση συνδετικού κονιάματος και κεραμιδιών ανήκουν σε επισκευές πιθανόν των βυζαντινών χρόνων, αλλά επίσης των Φράγκων και των Καταλανών. Νέες συμπληρώσεις και επισκευές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκαν και οι πύλες. Οι προσθήκες της Τουρκοκρατίας διακρίνονται από την άφθονη χρήση ασβεστοκονιάματος ως συνδετικού υλικού.
Το αρχαίο Γυμνάσιο Λαμίας
Σωστική Ανασκαφική Έρευνα της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ στην πόλη της Λαμίας από τη δεκαετία του 1980 και μετά.
Οι σωστικές ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής εντός του οικιστικού ιστού της σημερινής πόλης της Λαμίας έχουν αποκαλύψει τμήματα του τείχους της αρχαίας πόλης, καθώς και τμήματα δημοσίων οικοδομημάτων και εντός των τοιχών ιδιωτικών οικιών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η σημαντικότερη περίοδος ανοικοδόμησης και πολεοδομικής οργάνωσης της αρχαίας πόλης είναι το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ., όπου ανήκουν και τα σημαντικότερα οικοδομικά κατάλοιπα της πόλης. Με την βοήθεια της σωστικής έρευνας έχει καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός – σε αδρές γραμμές – της πορείας που ακολουθούσε το τείχος της αρχαίας Λαμίας, το οποίο ξεκινούσε από τον λόφο της οχύρωσης της Ακρολαμίας (τον γνωστό σήμερα ως λόφο του Κάστρου της Λαμίας) και κατέληγε στον αντικρινό λόφο του Αγίου Λουκά.
Σε διάφορα σημεία εντός της οχυρωμένης πόλης έχουν εντοπισθεί δημόσια οικοδομήματα. Στο υπόγειο του κτηρίου της Τράπεζας της Ελλάδας, στην πλατεία Διάκου, διατηρείται ορατό και επισκέψιμο τμήμα αρχαίου δημόσιου κτίσματος που πρέπει να ταυτίζεται με κρήνη. Επίσης, σε γειτνιάζοντα οικόπεδα στην οδό Αινιάνων (οικόπεδο Δήμου Λαμιέων, οικόπεδο ΟΤΕ και ιδιωτικού πάρκινγκ ιδιοκτησίας Πασιονίκου και οικόπεδο Πολιτόπουλου) έχουν εντοπισθεί άλλα δημόσια κτήρια και κατασκευές που βρίσκονταν στο χώρο της αρχαίας αγοράς. Στο τελευταίο οικόπεδο, μάλιστα, σώζεται δημόσιο μνημείο που πιθανότατα ταυτίζεται με ηρώο. Στα υπόγεια κάποιων από τα ανωτέρω οικόπεδα, τα αρχαία αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που εντοπίσθηκαν, διατηρούνται ορατά και επισκέψιμα.
Το αρχαίο Γυμνάσιο: Σωστική ανασκαφή 1995-1998
Αξίζει να σημειωθεί η αποκάλυψη στο ανατολικό τμήμα της πόλης, εγκαταστάσεων του αρχαίου Γυμνασίου, εκτός των τειχών σε μικρή απόσταση από την ΝΑ πύλη της πόλης (οδός Θερμοπυλών). Από το Γυμνάσιο της αρχαίας Λαμίας έχει διασωθεί το βόρειο τμήμα της παλαίστρας του Γυμνασίου, όπου αναγνωρίστηκαν χώροι όπως η εξέδρα ή εφηβαίον (Α), το αποδυτήριο (Β), το λουτρό (Γ) και το ελαιοθέσιον ή αλειπτήριον (Δ). Το θεμέλιο που βαίνει παράλληλα προς τα ανωτέρω δωμάτια (Ε) ανήκει στον στυλοβάτη μιας στεγασμένης στοάς, η οποία περιέβαλλε την εσωτερική αυλή του συγκροτήματος και σε περίπτωση βροχής χρησίμευε ως χώρος άθλησης και περιπάτου. Η εξέδρα και η στεγασμένη στοά προς Ν. στηρίζονταν σε κιονοστοιχία από δωρικούς κίονες. Νότια και σχεδόν σε επαφή με τον στυλοβάτη της στοάς διέρχεται πώρινος αγωγός (ΣΤ) που χρησίμευε για την απορροή των ομβρίων υδάτων. Η παλαίστρα οικοδομήθηκε μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Καταστράφηκε τον 3ο αι. π.Χ. ίσως από σεισμό και αμέσως μετά ανοικοδομήθηκε με το ίδιο σχέδιο. Περί τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. η παλαίστρα καταστράφηκε και πάλι από σεισμό. Κατά την ανασκαφή του χώρου αποκαλύφθηκαν οι σκελετοί τριών αθλητών στο χώρο του Λουτρού. Μετά τη δεύτερη καταστροφή το γυμνάσιο εγκαταλείφθηκε.
ΠΗΓΗ: yppo.gr